- ἀκρατευτικός
- ἀκρατ-ευτικός, ή, όν,A arising from incontinence,
ἀδικήματα Arist.Rh.1391a19
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀδικήματα Arist.Rh.1391a19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακρατευτικός — ἀκρατευτικός, ή, όν (Α) [ἀκρατεύομαι] (για αδικήματα) αυτός που οφείλεται σε ακράτεια, σε έλλειψη αυτοελέγχου … Dictionary of Greek
ἀκρατευτικά — ἀκρατευτικός arising from incontinence neut nom/voc/acc pl ἀκρατευτικά̱ , ἀκρατευτικός arising from incontinence fem nom/voc/acc dual ἀκρατευτικά̱ , ἀκρατευτικός arising from incontinence fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρατεύομαι — ἀκρατεύομαι (Α) δεν είμαι εγκρατής, δεν μπορώ να επιβληθώ στον εαυτό μου, δείχνω ακράτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρατής. ΠΑΡ. αρχ. ἀκρατευτικός] … Dictionary of Greek